ερίπνους

ερίπνους
ἐρίπνους, -ουν (Α)
αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -πνους (< -πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (< πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ-πνους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”